- μαρασμός
- [маразмос] ουσ. а. истощение, вялость, (штр.) маразм.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
μαρασμός — withering masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρασμός — Βαριά μορφή υποσιτισμού. Παρουσιάζεται κυρίως σε περιπτώσεις λιμού. * * * ο (AM μαρασμός, Μ και μαραμός) [μαραίνω] 1. βαθμιαία εξασθένηση τών σωματικών, πνευματικών και ψυχικών δυνάμεων από γηρατειά 2. (σχετικά με φυτό) η απώλεια τής θαλερότητας … Dictionary of Greek
μαρασμός — ο 1. η εξασθένηση των σωματικών δυνάμεων. 2. μτφ., η κατάπτωση, η παρακμή: Ο μαρασμός της επαρχίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαρασμοῖς — μαρασμός withering masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρασμοί — μαρασμός withering masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρασμοῦ — μαρασμός withering masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρασμούς — μαρασμός withering masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρασμῶν — μαρασμός withering masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρασμῷ — μαρασμός withering masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρασμόν — μαρασμός withering masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Marasmus — Not to be confused with Marasmius. Marasmus Classification and external resources Child suffering with Marasmus in India ICD 10 E … Wikipedia